- σαρκόκοκκα
- τα, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βουξίδες τής τάξης ευφορβιώδη και περιλαμβάνει 16 περίπου είδη χαμηλών αειθαλών θάμνων τής Ινδίας, τών Ιμαλαΐων και τής Κίνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcococca (< σάρξ, σαρκός + κόκκος)].
Dictionary of Greek. 2013.